- ἀφηλικιότης
- ἀφηλῐκῐότης, ητος, ἡ,A childhood, nonage, Eust.1282.24, PLond.1.113(1).18 (vi A. D.). [full] ἀφήλῐκος, ον, = sq., PMasp.6.2 (vi A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αφηλικιότης — ἀφηλικιότης, η (Μ) [αφήλικος] η κατάσταση του ανήλικου … Dictionary of Greek
ἀφηλικιότητι — ἀφηλικιότης childhood fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφηλικιότητος — ἀφηλικιότης childhood fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)